rot

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 19:14, 4 Ιουλίου 2023 από τον Llevantine (συζήτηση | συνεισφορές)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
rot rots

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rot (fr) αρσενικό

rot (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

rot (de)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]