relent
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | relent |
γ΄ ενικό ενεστώτα | relents |
αόριστος | relented |
παθητική μετοχή | relented |
ενεργητική μετοχή | relenting |
Ρήμα
επεξεργασίαrelent (en)
ενεστώτας | relent |
γ΄ ενικό ενεστώτα | relents |
αόριστος | relented |
παθητική μετοχή | relented |
ενεργητική μετοχή | relenting |
relent (en)