surrender
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsurrender (en)
- παράδοση (το να παραδίνεσαι σε κάποιον)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | surrender |
γ΄ ενικό ενεστώτα | surrenders |
αόριστος | surrendered |
παθητική μετοχή | surrendered |
ενεργητική μετοχή | surrendering |
surrender (en)
- παραδίδομαι
- ⮡ She surrendered herself to the police.
- Παραδόθηκε μόνη της στην αστυνομία.
- ⮡ She surrendered herself to the police.