subside
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | subside |
γ΄ ενικό ενεστώτα | subsides |
αόριστος | subsided |
παθητική μετοχή | subsided |
ενεργητική μετοχή | subsiding |
Ρήμα
επεξεργασίαsubside (en)
- (αμετάβατο) καταλαγιάζω, κοπάζω, πέφτω
- (αμετάβατο) υποχωρώ, για νερά
- ⮡ When the flood waters subsided…
- Όταν υποχώρησαν τα νερά από τις πλημμύρες…
- ⮡ When the flood waters subsided…
- (αμετάβατο) υποχωρώ, για έδαφος ή κτήριο
- ⮡ The road to Corinth subsided in many places.
- Ο δρόμος προς την Κόρινθο υποχώρησε σε πολλά σημεία.
- ⮡ The foundations of our house subsided.
- Τα θεμέλια του σπιτιού μας υποχώρησαν.
- ⮡ The road to Corinth subsided in many places.
Πηγές
επεξεργασία- subside - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 465, 697-699, 924. ISBN 9780194325684., λήμμα: κοπάζω, πέφτω, υποχωρώ