σώζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σώζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σῴζω. Συγκρίνετε με το σώνω.
- για τη σημασία στην πληροφορική: < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική save [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈso.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σώ‐ζω
Ρήμα
[επεξεργασία]σώζω, στ.μέλλ.: θα σώσω, αόρ.: έσωσα, παθ.φωνή: σώζομαι, μτχ.π.ε.: σωζόμενος, π.αόρ.: σώθηκα, μτχ.π.π.: σωσμένος [2]
- αποτρέπω ή αποφεύγω μία άσχημη εξέλιξη, μια καταστροφή, ένα ατύχημα
- ⮡ Η έγκαιρη επέμβαση των πυροσβεστικών δυνάμεων έσωσε το χωριό από την πυρκαγιά.
- ⮡ Με το που ήρθε έσωσε την κατάσταση.
- γλιτώνω
- διευκολύνω
- ⮡ Μ' έσωσε το καινούργιο μηχάνημα· κάνει όλη τη δουλειά.
- (θεολογία) λυτρώνω, γλιτώνω από τον αιώνιο θάνατο
- διατηρώ
- (πληροφορική) αποθηκεύω αρχείο στον υπολογιστή
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- γίνεται το σώσε
- δώσε και σώσε
- σώσον Κύριε το λαό σου
- ο σώζων εαυτόν σωθήτω
- σώζω τα προσχήματα
- σώθηκα! σωθήκαμε!
Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
σωζ- σωσ-
σωζ- σωσ-
- αεροναυαγοσωστικός
- ανθρωποσωστικός
- ανέσωστος
- άσωστος
- διασώζω & συγγενικά
- διάσωση
- διασωστικός
- ναυαγοσώστης
- ναυαγοσωστικός
- ναυαγοσώστρια
- περισώζω & συγγενικά
- σωσίβιο
- σώσιμο
- σωστικός
& σωστά (επίρρημα)
- στις σημασίες «ξοδεύω, καταναλίσω» → δείτε τις λέξεις αποσώνω, σώνω και σώσμα
- → δείτε και τις λέξεις σώος και σωτήρας για θέματα σω-, σωτ-
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σώζω | έσωζα | θα σώζω | να σώζω | σώζοντας | |
β' ενικ. | σώζεις | έσωζες | θα σώζεις | να σώζεις | σώζε | |
γ' ενικ. | σώζει | έσωζε | θα σώζει | να σώζει | ||
α' πληθ. | σώζουμε | σώζαμε | θα σώζουμε | να σώζουμε | ||
β' πληθ. | σώζετε | σώζατε | θα σώζετε | να σώζετε | σώζετε | |
γ' πληθ. | σώζουν(ε) | έσωζαν σώζαν(ε) |
θα σώζουν(ε) | να σώζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έσωσα | θα σώσω | να σώσω | σώσει | ||
β' ενικ. | έσωσες | θα σώσεις | να σώσεις | σώσε | ||
γ' ενικ. | έσωσε | θα σώσει | να σώσει | |||
α' πληθ. | σώσαμε | θα σώσουμε | να σώσουμε | |||
β' πληθ. | σώσατε | θα σώσετε | να σώσετε | σώστε | ||
γ' πληθ. | έσωσαν σώσαν(ε) |
θα σώσουν(ε) | να σώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σώσει | είχα σώσει | θα έχω σώσει | να έχω σώσει | ||
β' ενικ. | έχεις σώσει | είχες σώσει | θα έχεις σώσει | να έχεις σώσει | έχε σωσμένο | |
γ' ενικ. | έχει σώσει | είχε σώσει | θα έχει σώσει | να έχει σώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σώσει | είχαμε σώσει | θα έχουμε σώσει | να έχουμε σώσει | ||
β' πληθ. | έχετε σώσει | είχατε σώσει | θα έχετε σώσει | να έχετε σώσει | έχετε σωσμένο | |
γ' πληθ. | έχουν σώσει | είχαν σώσει | θα έχουν σώσει | να έχουν σώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) σωσμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) σωσμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) σωσμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) σωσμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σώζομαι | σωζόμουν(α) | θα σώζομαι | να σώζομαι | ||
β' ενικ. | σώζεσαι | σωζόσουν(α) | θα σώζεσαι | να σώζεσαι | ||
γ' ενικ. | σώζεται | σωζόταν(ε) | θα σώζεται | να σώζεται | ||
α' πληθ. | σωζόμαστε | σωζόμαστε σωζόμασταν |
θα σωζόμαστε | να σωζόμαστε | ||
β' πληθ. | σώζεστε | σωζόσαστε σωζόσασταν |
θα σώζεστε | να σώζεστε | σώζεστε | |
γ' πληθ. | σώζονται | σώζονταν σωζόντουσαν |
θα σώζονται | να σώζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σώθηκα | θα σωθώ | να σωθώ | σωθεί | ||
β' ενικ. | σώθηκες | θα σωθείς | να σωθείς | σώσου | ||
γ' ενικ. | σώθηκε | θα σωθεί | να σωθεί | |||
α' πληθ. | σωθήκαμε | θα σωθούμε | να σωθούμε | |||
β' πληθ. | σωθήκατε | θα σωθείτε | να σωθείτε | σωθείτε | ||
γ' πληθ. | σώθηκαν σωθήκαν(ε) |
θα σωθούν(ε) | να σωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σωθεί | είχα σωθεί | θα έχω σωθεί | να έχω σωθεί | σωσμένος | |
β' ενικ. | έχεις σωθεί | είχες σωθεί | θα έχεις σωθεί | να έχεις σωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει σωθεί | είχε σωθεί | θα έχει σωθεί | να έχει σωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σωθεί | είχαμε σωθεί | θα έχουμε σωθεί | να έχουμε σωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε σωθεί | είχατε σωθεί | θα έχετε σωθεί | να έχετε σωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σωθεί | είχαν σωθεί | θα έχουν σωθεί | να έχουν σωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι σωσμένος - είμαστε, είστε, είναι σωσμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν σωσμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν σωσμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι σωσμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι σωσμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι σωσμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι σωσμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σώζω
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σώζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ σώζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)