είμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εἶμαι

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
είμαι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική εἶμαι < αρχαία ελληνική εἰμί < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁ésmi (είμαι, υπάρχω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈi.me/
 

είμαι (ελλειπτικό ρήμα)

  1. έχω μια μόνιμη ή προσωρινή ιδιότητα
    ⮡  είμαι φιλόλογος / δικηγόρος / φίλος / σύζυγος
    ⮡  είναι θλιμμένη / αυταρχικός / νέοι
    ⮡  ήμουν ερωτευμένη, αλλά όχι πια
    ⮡  εδώ είναι τράπεζα
  2. βρίσκομαι (σε μια κατάσταση)
    ⮡  είμαστε σε πλεονεκτική θέση
  3. βρίσκομαι (τοπικά)
    ⮡  Θα μου εξηγήσεις πού είστε;
  4. (μεταφορικά) εντοπίζομαι
    ⮡  Φαίνεται ότι στη Μαρία είναι η αδυναμία της.
  5. υπάρχω
    ⮡  Είναι κανείς εδώ;
  6. κατάγομαι από κάποιον
    ⮡  Το παιδί είναι του Κώστα.
  7. έχω σχέση με κάποιον
    ⮡  Η Μαρία είναι με τον Γιώργο.
  8. φορώ ή έχω
    ⮡  Είμαι με τις παντόφλες.
    ⮡  Είμαι ακόμα με βρεμένα μαλλιά.
  9. ανήκω σε κάποιον
    ⮡  Αυτό το κτίριο είναι του δήμου.
  10. προορίζομαι, πρόκειται να κάνω κάτι
    ⮡  Φέτος ήταν να παραδώσει την εργασία, αλλά δεν τα κατάφερε.
  11. αξίζω, είμαι ικανός, ταιριάζω σε κάτι
    ⮡  Δεν είμαι για ψυχολογικές πιέσεις.
    ⮡  Εμείς είμαστε η μία για την άλλη.
  12. (γραμματική) με μετοχή παθητικού παρακειμένου, χρησιμοποιείται ως βοηθητικό ρήμα αντί του έχω για το σχηματισμό περιφραστικών τύπων, για να εκφράσει μεγαλύτερη διάρκεια
    ⮡  είμαι κλειδωμένος

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

όπως ενδεικτικά:

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Μετοχή
α' ενικ. είμαι ήμουν θα είμαι να είμαι όντας
β' ενικ. είσαι ήσουν θα είσαι να είσαι
γ' ενικ. είναι ήταν θα είναι να είναι
α' πληθ. είμαστε ήμαστε
ήμασταν
θα είμαστε να είμαστε
β' πληθ. είστε
είσαστε
ήσαστε
ήσασταν
θα είστε να είστε
γ' πληθ. είναι ήταν θα είναι να είναι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]