πλατό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πλατό < από το γαλλικό plateau υπό την έννοια του μεγάλου επίπεδου χώρου.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πλατό ουδέτερο άκλιτο
- (κινηματογράφος:) ο χώρος που διεξάγεται το γύρισμα, το στούντιο κινηματογράφησης
- (τηλεόραση:) το τηλεοπτικό στούντιο
- (θέατρο:) η σκηνή, το σανίδι