σανίδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σανίδι | τα | σανίδια |
γενική | του | σανιδιού | των | σανιδιών |
αιτιατική | το | σανίδι | τα | σανίδια |
κλητική | σανίδι | σανίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σανίδι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σανίδι ουδέτερο
- η σανίδα
- (θέατρο) η σκηνή του θεάτρου
- ανέβηκε για πρώτη φορά στο σανίδι: έπαιξε για πρώτη φορά σε θεατρικό έργο
- (ιδιωματικό): η αυλακιά ποτίσματος σε χωράφι (στη κρητική διάλεκτο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σανίδι
|