sucre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sucre | sucres |
sucre (fr) αρσενικό
- η ζάχαρη
Συγγενικά
[επεξεργασία]Καταλανικά (ca)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sucre (ca)
- η ζάχαρη