hell

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

hell (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hell (en)

  1. (θρησκεία, συνήθως Hell, μόνο ενικός, χωρίς a ή the) η κόλαση
    ⮡  the fires of Hell - οι φωτιές της Κολάσεως
  2. (μη μετρήσιμο) ο διάολος, μια βρισιά που χρησιμοποιείται όταν ενοχλείται ή εκπλήσσεται ή για να τονίσει κάτι· η χρήση του είναι προσβλητική για μερικούς ανθρώπους
    ⮡  Go to hell!
    Άι στο διάβολο!/Άι στο διάλο!
    ⮡  What the hell do you want to say?
    Τι διάολο θέλεις να πεις;
    ⮡  Where in hell/the hell did he put it?
    Πού στο διάολο το 'βαλε;
    ⮡  Who in the hell do you think you are?
    Ποιος διάολος νομίζεις ότι είσαι;

Εκφράσεις

[επεξεργασία]