apiculteur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
apiculteur < Από το λατινικό apis, μέλισσα, με την επίδραση του agriculteur.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.pi.kyl.tœʁ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

apiculteur (fr) αρσενικό, apicultrice θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]