plante
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
plante | plantes |
plante (fr) θηλυκό
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- c'est une belle plante: είναι μια ομορφιά
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη planter