plante

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 09:29, 17 Σεπτεμβρίου 2021 από την Sarri.greek (συζήτηση | συνεισφορές) (pwb.py Format errors, διαστήματα, τελείες)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
plante plantes

plante (fr) θηλυκό

  1. το φυτό
  2. το πέλμα
  3. (οικείο) το λάθος

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • c'est une belle plante: είναι μια ομορφιά

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη planter