dbo:abstract
|
- Η αντιαθλητική συμπεριφορά (που ονομάζεται επίσης αναξιόπιστη συμπεριφορά ή ανέντιμη απάτη ή κακό αθλητικό πνεύμα ή κακή αθλητική συμπεριφορά ή αντι-φερ-πλέι) είναι ένα σφάλμα ή αδίκημα σε πολλά αθλήματα που παραβιάζει τους γενικά αποδεκτούς κανόνες αθλητικού πνεύματος και της συμπεριφοράς των συμμετεχόντων. Παραδείγματα είναι η λεκτική προσβολή ή ο χλευασμός αντιπάλου ή αξιωματούχου του αγώνα, ο υπερβολικός πανηγυρισμός μετά από μια σημαντική φάση ή η προσποίηση τραυματισμού. Οι επίσημοι κανόνες πολλών αθλημάτων περιλαμβάνουν μια γενική διάταξη σύμφωνα με την οποία οι συμμετέχοντες ή ολόκληρη η ομάδα μπορεί να τιμωρηθεί ή να τιμωρηθεί με άλλο τρόπο για αντιαθλητική συμπεριφορά. (el)
- L'antijeu, ou anti-jeu, désigne une manière de jouer qui va à l'encontre de l'esprit du jeu (qu'il soit sportif ou intellectuel) ou ne laisse aucune chance aux adversaires, sans pour autant transgresser une règle. L'antijeu s'oppose donc en quelque sorte au fair-play ou au jeu dit « à la loyale ». Il est donc particulièrement mal vu car tend au mieux à dénaturer le jeu, au pire à empêcher tout ou partie des autres joueurs à prendre plaisir à la pratique du jeu et aux spectateurs d'apprécier le spectacle. Par exemple, en football, la simulation, le catenaccio ou le trash-talking (provocation verbale) sont trois pratiques fréquemment considérées comme de l'antijeu. Le match de foot qui illustre le mieux l'antijeu est le match de la honte RFA-Autriche lors des phases de poule du mondial 1982, où les deux équipes ont levé le pied du ballon pour conserver le résultat et se qualifier mutuellement. Les dérapages du douzième homme dans les gradins, lorsqu'il siffle voire profère des cris racistes pour déstabiliser psychologiquement les joueurs adverses, est également de l'antijeu. L'antijeu peut être rendu possible par des règles imparfaites (comme pour le jeu du Menteur où la victoire revient le plus souvent aux joueurs les moins audacieux) ou par une disposition du terrain de jeu particulière, non prévue par les règles. Dans ces deux cas, la solution adoptée le plus fréquemment par les joueurs est la composition de règles « maison ». Un certain nombre de règles officielles dans le sport viennent également empêcher l'antijeu, comme par exemple la règle du hors-jeu au football afin d'empêcher les joueurs de se masser devant les cages adverses pour forcer un but. (fr)
- Unsportsmanlike conduct (also called untrustworthy behaviour or ungentlemanly fraudulent or bad sportsmanship or poor sportsmanship or anti fair-play) is a foul or offense in many sports that violates the sport's generally accepted rules of sportsmanship and participant conduct. Examples include verbal abuse or taunting of an opponent or a game official, an excessive celebration following a significant play, or feigning injury. The official rules of many sports include a general provision whereby participants or an entire team may be penalized or otherwise sanctioned for unsportsmanlike conduct. (en)
- 非スポーツマン行為(ひスポーツマンこうい)とは、スポーツマンシップに反する、スポーツマンらしからぬ振る舞いのことで、主としてアメリカンフットボールやアイスホッケーなどのスポーツ競技において、プレー中の選手間の接触に関して起こるものでない反則(non-contact foul)の一種である。 英語では、unsportsmanlike conduct(スポーツマンらしくない行為)と記される。 なお日本では清音の「アンスポーツマンライク・コンタクト」と誤解されやすいが、あくまで「スポーツマンらしくないふるまい」であるため、あえてカナ表記すると濁点のある「コンダクト」である。また、「非スポーツマン行為」という表現も正式な訳語というよりはマス・メディア用の略語表現の意味合いが強く、スポーツ紙の記事等ではしばしば見かけるものの、口語表現としては聞く機会の少ない言葉である。 (ja)
- Niesportowe zachowanie – w sporcie oznacza zachowanie uwłaczające w godność sportowca i duch rywalizacji sportowej. (pl)
- Osportsligt uppträdande är inom sporten då en aktiv på något sätt uppträder på ett sätt som bryter mot de inom sporten grundläggande värderingarna. Det kan till exempel handla om att svära åt domaren, uppträda våldsamt eller uttala rasistiska/främlingsfientliga kommentarer. Osportsligt uppträdande bestraffas vanligtvis med varning, utvisning eller avstängning, beroende på sport och vad som hänt. Denna sportartikel saknar väsentlig information. Du kan hjälpa till genom att lägga till den. (sv)
- Неспортивное поведение или недисциплинированное поведение (англ. Unsportsmanlike conduct, англ. unsporting behaviour) — разновидность нарушения правил в разных видах спорта, заключающаяся в несоблюдении определённых этических и моральных законов спорта (т. н. фейр-плей или принципов честной игры). Примерами неспортивного поведения являются словесные оскорбления, насмешка над оппонентом, споры с судьями, чрезмерно эмоциональное празднование набранного очка в матче или симулирование травмы. Официальные правила многих видов спорта предусматривают серьёзное наказание за подобные проступки. (ru)
- 不君子行為,亦可稱為缺乏體育精神或違背運動家精神的行為,是一種體育上的犯規或冒犯行為,違反廣泛在體育獲接受的體育精神規則。例子包括言語上的攻擊和冒犯,如垃圾話,在很多體育項目中,若有選手在場上做出不君子行為,有可能會遭到處罰。 (zh)
|
rdfs:comment
|
- Η αντιαθλητική συμπεριφορά (που ονομάζεται επίσης αναξιόπιστη συμπεριφορά ή ανέντιμη απάτη ή κακό αθλητικό πνεύμα ή κακή αθλητική συμπεριφορά ή αντι-φερ-πλέι) είναι ένα σφάλμα ή αδίκημα σε πολλά αθλήματα που παραβιάζει τους γενικά αποδεκτούς κανόνες αθλητικού πνεύματος και της συμπεριφοράς των συμμετεχόντων. Παραδείγματα είναι η λεκτική προσβολή ή ο χλευασμός αντιπάλου ή αξιωματούχου του αγώνα, ο υπερβολικός πανηγυρισμός μετά από μια σημαντική φάση ή η προσποίηση τραυματισμού. Οι επίσημοι κανόνες πολλών αθλημάτων περιλαμβάνουν μια γενική διάταξη σύμφωνα με την οποία οι συμμετέχοντες ή ολόκληρη η ομάδα μπορεί να τιμωρηθεί ή να τιμωρηθεί με άλλο τρόπο για αντιαθλητική συμπεριφορά. (el)
- Unsportsmanlike conduct (also called untrustworthy behaviour or ungentlemanly fraudulent or bad sportsmanship or poor sportsmanship or anti fair-play) is a foul or offense in many sports that violates the sport's generally accepted rules of sportsmanship and participant conduct. Examples include verbal abuse or taunting of an opponent or a game official, an excessive celebration following a significant play, or feigning injury. The official rules of many sports include a general provision whereby participants or an entire team may be penalized or otherwise sanctioned for unsportsmanlike conduct. (en)
- 非スポーツマン行為(ひスポーツマンこうい)とは、スポーツマンシップに反する、スポーツマンらしからぬ振る舞いのことで、主としてアメリカンフットボールやアイスホッケーなどのスポーツ競技において、プレー中の選手間の接触に関して起こるものでない反則(non-contact foul)の一種である。 英語では、unsportsmanlike conduct(スポーツマンらしくない行為)と記される。 なお日本では清音の「アンスポーツマンライク・コンタクト」と誤解されやすいが、あくまで「スポーツマンらしくないふるまい」であるため、あえてカナ表記すると濁点のある「コンダクト」である。また、「非スポーツマン行為」という表現も正式な訳語というよりはマス・メディア用の略語表現の意味合いが強く、スポーツ紙の記事等ではしばしば見かけるものの、口語表現としては聞く機会の少ない言葉である。 (ja)
- Niesportowe zachowanie – w sporcie oznacza zachowanie uwłaczające w godność sportowca i duch rywalizacji sportowej. (pl)
- Osportsligt uppträdande är inom sporten då en aktiv på något sätt uppträder på ett sätt som bryter mot de inom sporten grundläggande värderingarna. Det kan till exempel handla om att svära åt domaren, uppträda våldsamt eller uttala rasistiska/främlingsfientliga kommentarer. Osportsligt uppträdande bestraffas vanligtvis med varning, utvisning eller avstängning, beroende på sport och vad som hänt. Denna sportartikel saknar väsentlig information. Du kan hjälpa till genom att lägga till den. (sv)
- Неспортивное поведение или недисциплинированное поведение (англ. Unsportsmanlike conduct, англ. unsporting behaviour) — разновидность нарушения правил в разных видах спорта, заключающаяся в несоблюдении определённых этических и моральных законов спорта (т. н. фейр-плей или принципов честной игры). Примерами неспортивного поведения являются словесные оскорбления, насмешка над оппонентом, споры с судьями, чрезмерно эмоциональное празднование набранного очка в матче или симулирование травмы. Официальные правила многих видов спорта предусматривают серьёзное наказание за подобные проступки. (ru)
- 不君子行為,亦可稱為缺乏體育精神或違背運動家精神的行為,是一種體育上的犯規或冒犯行為,違反廣泛在體育獲接受的體育精神規則。例子包括言語上的攻擊和冒犯,如垃圾話,在很多體育項目中,若有選手在場上做出不君子行為,有可能會遭到處罰。 (zh)
- L'antijeu, ou anti-jeu, désigne une manière de jouer qui va à l'encontre de l'esprit du jeu (qu'il soit sportif ou intellectuel) ou ne laisse aucune chance aux adversaires, sans pour autant transgresser une règle. (fr)
|