χόβολη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χόβολη οι χόβολες
      γενική της χόβολης των χόβολων
    αιτιατική τη χόβολη τις χόβολες
     κλητική χόβολη χόβολες
Κατηγορία όπως «ασημόσκονη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χόβολη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χόβολη θηλυκό

  • η ζεστή στάχτη που χρησιμοποιείται για το ψήσιμο του καφέ, κάστανων κλπ
    καφές στη χόβολη

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]