τρόικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τρόικα | οι | τρόικες |
γενική | της | τρόικας | — | |
αιτιατική | την | τρόικα | τις | τρόικες |
κλητική | τρόικα | τρόικες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τρόικα < (άμεσο δάνειο) ρωσική тройка (τρία)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τρόικα θηλυκό
- μεγάλο ρωσικό έλκηθρο ή άμαξα που τη σέρνουν τρία άλογα
- λέξη που αντικατέστησε την τριανδρία και δηλώνει ομάδα ή αντιπροσωπεία που αποτελείται από τρία άτομα (στην πολιτική ή γενικά σε υψηλό διοικητικό επίπεδο) και τα οποία συνήθως (αλλά όχι πάντα) προέρχονται από διαφορετικούς φορείς ή ρεύματα ή συνιστώσες
- Συνεπώς, το πραγματικό κόστος του λάθους του ΔΝΤ και της τρόικας είναι το λιγότερο πενταπλάσιο αυτού που εκτίμησε η πανεπιστημιακή έρευνα και ισοδυναμεί με το κόστος της ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών που επιβαρύνει το χρέος του ελληνικού κράτους. (*)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- τρόικα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ρωσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ρωσικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)