πόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Πόρος, Πόρρος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πόρος οι πόροι
      γενική του πόρου των πόρων
    αιτιατική τον πόρο τους πόρους
     κλητική πόρε πόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πόρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πόρος (πέρασμα)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πό‐ρος
ομόηχα: Πόρος, Πόρρος, πώρος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πόρος αρσενικό

  1. (μικρό) άνοιγμα, απ’ όπου μπορεί να περάσει κάποιος ή κάτι
    ⮡  οι πόροι του δέρματος
  2. (μεταφορικά) τα υλικά μέσα
    ⮡  δεν έχει πόρους για να ζήσει
  3. (παρωχημένο) το τμήμα ενός ποταμού, απ’ όπου περνούσαν απέναντι άνθρωποι ή ζώα
    ※  Τέλος, οι άνθρωποι και τα υποζύγια διέσχιζαν τα ποτάμια, περνώντας μέσα από το νερό, στο σημείο με το μικρότερο βάθος, τον «πόρο». (archaiologia.gr )
  4. (υλικό υπολογιστή) resource: τα τμήματα υπολογιστικού συστήματος που συμβάλλουν σημαντικά στην απόδοσή του, όπως οι επεξεργαστές (CPU), κεντρική μνήμη, περιφερειακή μνήμη, κλπ.
  5. (λογισμικό) resource: οι διαθέσιμες λειτουργίες του λογισμικού ενός υπολογιστικού συστήματος, όπως το λειτουργικό σύστημα, οι βάσεις δεδομένων, κλπ
  6. (διαδίκτυο) οποιαδήποτε πληροφορία ή υπηρεσία (ιστοσελίδες, δεδομένα, πολυμέσα, κλπ.) είναι προσβάσιμη στο διαδίκτυο (internet)
    → δείτε και URI

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πόρος οἱ πόροι
      γενική τοῦ πόρου τῶν πόρων
      δοτική τῷ πόρ τοῖς πόροις
    αιτιατική τὸν πόρον τοὺς πόρους
     κλητική ! πόρε πόροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πόρω
γεν-δοτ τοῖν  πόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πόρος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πόρος αρσενικό

  1. πέρασμα, διάβαση
  2. οδός, πορεία, ταξίδι
  3. πορθμός
  4. γέφυρα
  5. υδραγωγείο
  6. (μεταφορικά) επινόημα, τέχνασμα
  7. (μεταφορικά) ο τρόπος με τον οποίο κατορθώνεται ή επιτελείται κάτι
  8. (ανατομία, ιατρική, για το ανθρώπινο σώμα) πόρος
  9. (ως κύριο όνομα) (→ δείτε τη λέξη Πόρος) ο πατέρας του Έρωτα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]