λόρδος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λόρδος οι λόρδοι
      γενική του λόρδου των λόρδων
    αιτιατική τον λόρδο τους λόρδους
     κλητική λόρδε λόρδοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λόρδος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λόρδος αρσενικό

ο λόρδος Βύρων

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]
  • η Βουλή των Λόρδων: το ένα από τα δύο νομοθετικά σώματα στο ΗΒ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]