λούμεν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λούμεν < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική lumen[1] < λατινική lumen (φως) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *léwksmn̥ < *lewk- (λευκός, λαμπρός, φωτεινός)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈlu.men/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λού‐μεν
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λούμεν ουδέτερο άκλιτο
- (ηλεκτρολογία, φυσική) μονάδα μέτρησης της συνολικής ποσότητας του εκπεμπόμενου ορατού φωτός από μια πηγή
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- ↑ Ο όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Γάλλο μηχανικό και φυσικό André Blondel το 1894.
Κατηγορίες:
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ηλεκτρολογία (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)