κλίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κλίνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κλίνω [1]
- για τη γραμματική < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κλίνω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈkli.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλί‐νω
- ομόηχο: κλείνω
Ρήμα
[επεξεργασία]κλίνω, πρτ.: έκλινα, αόρ.: έκλινα, μτχ.π.π.: κεκλιμένος χωρίς παθητική φωνή
- (αμετάβατο) γέρνω, έχω κλίση
- ⮡ Διόρθωσε τον πίνακα, διότι κλίνει προς τα δεξιά!
- (μεταβατικό) ρέπω, τείνω
- ⮡ Η άποψή τους έκλινε στη θεσμοθέτηση νέων κανόνων.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]κλίνω, πρτ.: έκλινα, αόρ.: έκλινα, παθ.φωνή: κλίνομαι, π.αόρ.: κλίθηκα, μτχ.π.π.: κλιμένος
- (γραμματική) σχηματίζω τους τύπους ενός κλιτού μέρους του λόγου
- ⮡ να κλίνετε την προστακτική του Αορίστου του ρήματος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σχηματίζω τους τύπους ενός κλιτού μέρους του λόγου
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κλίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κλίνω < *κλίν-j-ω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *klei-
Ρήμα
[επεξεργασία]κλίνω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- ἀνακλίνω
- ἐγκλίνω
- ἐκκλίνω
- ἐπανακλίνω
- ἐπεγκλίνω
- ἐπεκκλίνω
- ἐπικατακλίνω
- ἐπικλίνω
- κατακλίνω
- μετακλίνομαι
- παρακλίνω
- παρεγκλίνω
- περικλίνω
- ποτικλίνω
- προκατακλίνω
- προκλίνω
- προσανακλίνω
- προσκατακλίνομαι
- συγκατακλίνω
- συγκλίνω
- συμπαρακλίνω
- συνανακλίνομαι
- συνεκκλίνω
- συνεπικλίνω
- ὑπεκκλίνω
- ὑποκατακλίνω
- ὑποκλίνομαι
Κλίση
[επεξεργασία] κλίνω - ενεργητικοί τύποι
|
- Μεσοπαθητικοί τύποι → λείπει η κλίση
Πηγές
[επεξεργασία]- κλίνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κλίνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)