ściana

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική ściana ściany
γενική ściany ścian
δοτική ścianie ścianom
αιτιατική ścianę ściany
οργανική ścianą ścianami
τοπική ścianie ścianach
κλητική ściano ściany

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɕʨ̑ãna/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ściana (pl) θηλυκό

  1. ο τοίχος
  2. (γεωμετρία) η πλευρά, η έδρα πολύεδρου

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]