étendu

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό étendu étendus
θηλυκό étendue étendues

Επίθετο

[επεξεργασία]

étendu (fr)

  1. εκτεταμένος
    pouvoir étendu - εκτεταμένη εξουσία
  2. κρεμασμένος
    le linge étendu - τα κρεμασμένα (για να στεγνώσουν) ρούχα
  3. απλωμένος, ξαπλωμένος
    il s'est étendu' par terre - ξαπλώθηκε κάτω (στο έδαφος)


Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη étendre