whiz

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

whiz (en)

  1. (οικείο) κάποιος που είναι πολύ καλός σε έναν τομέα, άσος
    he is a chess whiz - είναι άσος στο σκάκι