vigilance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vigilance (en)

  1. η επαγρύπνηση



      ενικός         πληθυντικός  
vigilance vigilances

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vigilance (fr) θηλυκό