verso

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
verso versos

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

verso (fr) αρσενικό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]



πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική verso versoj
αιτιατική verson versojn

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
verso < γαλλική vers

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

verso (eo)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
verso < λατινική versus

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
verso versi

verso (it)

Πρόθεση

[επεξεργασία]

verso (it)



verso (la)

  1. γυρίζω κάτι, το γυρνάω
  2. (Χρειάζεται επεξεργασία)

Κλιτικός τύπος μετοχής

[επεξεργασία]

verso (la)