vent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
vent | vents |
vent (en)
- η τρύπα εξαερισμού/φωτισμού, μια τρύπα που επιτρέπει στον αέρα, το αέριο ή το υγρό να περάσει έξω ή μέσα σε ένα δωμάτιο, κτίριο, δοχείο κτλ.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | vent |
γ΄ ενικό ενεστώτα | vents |
αόριστος | vented |
παθητική μετοχή | vented |
ενεργητική μετοχή | venting |
vent (en)
- (μεταβατικό & αμετάβατο, επίσημο) ξεσπάω, εκφράζω έντονα συναισθήματα, ιδιαίτερα θυμό
- ⮡ Let him vent.
- Άφησέ τον να ξεσπάσει.
- ⮡ Let him vent.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]vent (fr)