tricep
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
tricep | triceps |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tricep (en)
- (ανατομία) ο τρικέφαλος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- tricep στην αγγλική Βικιπαίδεια