transplant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
transplant | transplants |
transplant (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η μεταμόσχευση, η ενέργεια του να μεταμοσχεύω
- ⮡ a kidney/heart/eye/skin transplant - μεταμόσχευση νεφρού/καρδιάς/ματιών/δέρματος
- το μόσχευμα, το τμήμα ζωικού ή φυτικού οργανισμού που χρησιμοποιείται για μεταμόσχευση
- ⮡ a transplant from a living/dead donor - μόσχευμα από ζωντανό/νεκρό δότη
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | transplant |
γ΄ ενικό ενεστώτα | transplants |
αόριστος | transplanted |
παθητική μετοχή | transplanted |
ενεργητική μετοχή | transplanting |
transplant (en)
- μεταμοσχεύω, παίρνω ένα όργανο, δέρμα κτλ. από ένα άτομο, ζώο, μέρος του σώματος κτλ. και το βάζω μέσα ή πάνω σε άλλο
- ⮡ a biotechnology company that aims to transplant hearts genetically - εταιρεία βιοτεχνολογίας που στοχεύει να μεταμοσχεύσει καρδιές γενετικά
- μεταφυτεύω, μετακινώ ένα φυτό που μεγαλώνει και το φυτεύω κάπου αλλού
- ⮡ patches of small plants that will later be transplanted - βραγιές με μικρά φυτά που αργότερα θα τα μεταφυτέψουν
- (επίσημο) μετακινώ, αλλάζω θέση σε κάτι
- ⮡ populations which were transplanted from the plains to mountainous regions - πληθυσμοί που μετακινήθηκαν από τις πεδιάδες προς τις ορεινές περιοχές
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- transplant < transplanter
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /tʁɑ̃s.plɑ̃/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
transplant | transplants |
transplant (fr) αρσενικό
- το μόσχευμα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη transplanter