transcripteur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
transcripteur < transcription

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /?/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
transcripteur transcripteurs

transcripteur (fr) αρσενικό

  1. καταγραφέας (το πρόσωπο)
  2. καταγραφέας (το όργανο)

Συγγενικά

[επεξεργασία]