tooth

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
tooth teeth
ανώμαλα ουσιαστικά (αγγλικά)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tuːθ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tooth (en)

Παράγωγα

[επεξεργασία]