tooth
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
tooth | teeth |
ανώμαλα ουσιαστικά (αγγλικά) |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tooth (en)
ενικός | πληθυντικός |
tooth | teeth |
ανώμαλα ουσιαστικά (αγγλικά) |
tooth (en)