taupe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
taupe | taupes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]taupe (fr) θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) ο τυφλοπόντικας
- (μεταφορικά) (οικείο) κάποιος που δρα μέσα σε έναν οργανισμό για λογαριασμό κάποιου άλλου, σπιούνος, κατάσκοπος
- (μηχανολογία) μηχανή που ανοίγει σήραγγες (για το μετρό, τρένο, κλπ.)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]taupe (fr) θηλυκό
- (στη Γαλλία) το δεύτερο έτος των μαθηματικών που ανοίγει την πόρτα των σχολών των μηχανικών και του πολυτεχνείου