tunnel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ta.nɛl/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
tunnel tunnels

tunnel (en)

  • το τούνελ, η σήραγγα, η στοά
    ⮡  The tunnel has low clearance and tall vehicles cannot pass.
    Το τούνελ έχει χαμηλό ύψος και τα ψηλά οχήματα δεν μπορούν να περάσουν.
ενεστώτας tunnel
γ΄ ενικό ενεστώτα tunnels
αόριστος tunnelled (ΗΒ), tunneled (ΗΠΑ)
παθητική μετοχή tunnelled (ΗΒ), tunneled (ΗΠΑ)
ενεργητική μετοχή tunnelling (ΗΒ), tunneling (ΗΠΑ)

tunnel (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)

  • ανοίγω τούνελ
    ⮡  The engineers had to tunnel (their way) through solid rock.
    Οι μηχανικοί έπρεπε να ανοίξουν τούνελ μέσα από συμπαγή βράχο.



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tunnel (fr) αρσενικό