sob
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sob | sobs |
sob (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | sob |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sobs |
αόριστος | sobbed |
παθητική μετοχή | sobbed |
ενεργητική μετοχή | sobbing |
sob (en)
- (αμετάβατο) κλαίω με λυγμούς, πλαντάζω ηχηρά στο κλάμα
- (μεταβατικό) λέω κάτι ενώ κλαίω με λυγμούς