seasoned
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]seasoned (en)
Επίθετο
[επεξεργασία]seasoned (en)
- (για φαγητό) με καρυκεύματα
- (μεταφορικά) πεπειραμένος, έμπειρος
seasoned (en)
seasoned (en)