science

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
science sciences

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

science (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η επιστήμη, ορθολογική και μεθοδική έρευνα του επιστητού και το σύνολο των συστηματοποιημένων γνώσεων που προέρχονται από αυτή
    ⮡  Science offers valuable knowledge.
    Η επιστήμη προσφέρει πολύτιμη γνώση.
    ⮡  What does science say about this topic?
    Τι λέει για το θέμα αυτό η επιστήμη;
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η επιστήμη, κάθε κλάδος της επιστήμης
    ⮡  the natural/social sciences - οι φυσικές/κοινωνικές επιστήμες



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
science sciences

science (fr) θηλυκό