symétrique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /si.me.tʁik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
symétrique symétriques

symétrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό