strange
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | strange |
συγκριτικός | stranger |
υπερθετικός | strangest |
Επίθετο
[επεξεργασία]strange (en)
- παράξενος
- ⮡ I felt very strange after I started consuming it.
- Αισθάνθηκα πολύ παράξενα αφού άρχισα να το καταναλώνω.
- ⮡ I felt very strange after I started consuming it.