roquette

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
roquette roquettes

roquette (fr) θηλυκό

  1. η ρουκέτα
  2. η ρόκα (φυτό)