reconcile
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | reconcile |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reconciles |
αόριστος | reconciled |
παθητική μετοχή | reconciled |
ενεργητική μετοχή | reconciling |
Ρήμα
[επεξεργασία]- συμφιλιώνω, ενεργώ έτσι, ώστε δύο άτομα ή σύνολα που είχαν έρθει σε ρήξη μεταξύ τους να γίνουν φίλοι