ród

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ród (pl) αρσενικό

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • αναφέρεται συνήθως σε μεγάλη οικογένεια

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]