quality

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός quality
συγκριτικός more quality
υπερθετικός most quality

quality (en)

  • (μόνο πριν από το ουσιαστικό) ποιότητας
    ⮡  quality theater/cinema/movies - θέατρο/κινηματογράφος/ταινίες ποιότητας
    ⮡  quality products/work - προϊόντα/εργασία ποιότητας
    ⮡  top quality brand-name linens - επώνυμα λευκά είδη κορυφαίας ποιότητας
    ⮡  It’s good quality milk.
    Το γάλα είναι καλής ποιότητας.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
quality qualities

quality (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ποιότητα, το σύνολο των ιδιοτήτων που χαρακτηρίζουν κάποιον ή κάτι, πόσο καλό ή κακό είναι κάτι
    ⮡  Economic development must lead to an improvement in the quality of our lives.
    H οικονομική ανάπτυξη πρέπει να οδηγεί σε βελτίωση της ποιότητας της ζωής μας.
    ⮡  the quality of food/clothes/cars - η ποιότητα των τροφών/των ρούχων/των αυτοκινήτων
    ⮡  good/high/excellent/average/bad quality - καλή/υψηλή/άριστη/μέτρια/κακή ποιότητα
  2. (μη μετρήσιμο) η ποιότητα, ανώτερος βαθμός
    ⮡  The name of the manufacturer guarantees quality.
    Tο όνομα του κατασκευαστή εγγυάται την ποιότητα.
    ⮡  This quality costs more.
    Aυτή η ποιότητα κοστίζει ακριβότερα.
    ⮡  I always buy quality.
    Aγοράζω πάντα ποιότητα.
  3. (μετρήσιμο) το χαρακτηριστικό, η ιδιότητα, η ικανότητα, κάτι που είναι μέρος του χαρακτήρα ενός προσώπου, ειδικά κάτι καλό
    ⮡  His most outstanding quality is honesty.
    Το κυριότερο χαρακτηριστικό του είναι τιμιότητα.
    ⮡  She has many good qualities.
    Έχει πολλές καλές ιδιότητες.
    ⮡  He has the quality of inspiring confidence.
    Έχει την ικανότητα να εμπνέει εμπιστοσύνη.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη characteristic
  4. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ιδιότητα, ένα χαρακτηριστικό κάποιου ή κάτι, ειδικά αυτό που τον κάνει διαφορετικό από κάποιον ή κάτι άλλο
    ⮡  herbs with healing qualities - βότανα με θεραπευτικές ιδιότητες
     συνώνυμα: property

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]