quality
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | quality |
συγκριτικός | more quality |
υπερθετικός | most quality |
quality (en)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) ποιότητας
- ⮡ quality theater/cinema/movies - θέατρο/κινηματογράφος/ταινίες ποιότητας
- ⮡ quality products/work - προϊόντα/εργασία ποιότητας
- ⮡ top quality brand-name linens - επώνυμα λευκά είδη κορυφαίας ποιότητας
- ⮡ It’s good quality milk.
- Το γάλα είναι καλής ποιότητας.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
quality | qualities |
quality (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ποιότητα, το σύνολο των ιδιοτήτων που χαρακτηρίζουν κάποιον ή κάτι, πόσο καλό ή κακό είναι κάτι
- ⮡ Economic development must lead to an improvement in the quality of our lives.
- H οικονομική ανάπτυξη πρέπει να οδηγεί σε βελτίωση της ποιότητας της ζωής μας.
- ⮡ the quality of food/clothes/cars - η ποιότητα των τροφών/των ρούχων/των αυτοκινήτων
- ⮡ good/high/excellent/average/bad quality - καλή/υψηλή/άριστη/μέτρια/κακή ποιότητα
- ⮡ Economic development must lead to an improvement in the quality of our lives.
- (μη μετρήσιμο) η ποιότητα, ανώτερος βαθμός
- ⮡ The name of the manufacturer guarantees quality.
- Tο όνομα του κατασκευαστή εγγυάται την ποιότητα.
- ⮡ This quality costs more.
- Aυτή η ποιότητα κοστίζει ακριβότερα.
- ⮡ I always buy quality.
- Aγοράζω πάντα ποιότητα.
- ⮡ The name of the manufacturer guarantees quality.
- (μετρήσιμο) το χαρακτηριστικό, η ιδιότητα, η ικανότητα, κάτι που είναι μέρος του χαρακτήρα ενός προσώπου, ειδικά κάτι καλό
- ⮡ His most outstanding quality is honesty.
- Το κυριότερο χαρακτηριστικό του είναι τιμιότητα.
- ⮡ She has many good qualities.
- Έχει πολλές καλές ιδιότητες.
- ⮡ He has the quality of inspiring confidence.
- Έχει την ικανότητα να εμπνέει εμπιστοσύνη.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη characteristic
- ⮡ His most outstanding quality is honesty.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ιδιότητα, ένα χαρακτηριστικό κάποιου ή κάτι, ειδικά αυτό που τον κάνει διαφορετικό από κάποιον ή κάτι άλλο
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- quality control
- quality of service (QoS)
Πηγές
[επεξεργασία]- quality (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- quality (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 383. ISBN 9780194325684., λήμμα: ιδιότητα