préservation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: preservation
      ενικός         πληθυντικός  
préservation préservations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

préservation (fr) θηλυκό