peintre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Peintre

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

peintre (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο / η ζωγράφος
  2. o μπογιατζής