patronizing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός patronizing
συγκριτικός more patronizing
υπερθετικός most patronizing

Επίθετο

[επεξεργασία]

patronizing (en) (κακόσημο)

  • αλαζονικός, που δείχνει ότι πιστεύω ότι είμαι καλύτερος ή πιο έξυπνος από κάποιον άλλο
    ⮡  a patronizing tone - αλαζονικός τόνος
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη arrogant

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]