patronizing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | patronizing |
συγκριτικός | more patronizing |
υπερθετικός | most patronizing |
Επίθετο
[επεξεργασία]- αλαζονικός, που δείχνει ότι πιστεύω ότι είμαι καλύτερος ή πιο έξυπνος από κάποιον άλλο