put down
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | put down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | puts down |
αόριστος | put down |
παθητική μετοχή | put down |
ενεργητική μετοχή | putting down |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]put down (en)
- παρατώ κάτι, εγκαταλείπω κάτι
- σταματώ κάτι
- καταπνίγω κάτι
- κωλυσιεργώ
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- put down thefreekdictionary