loathe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | loathe |
γ΄ ενικό ενεστώτα | loathes |
αόριστος | loathed |
παθητική μετοχή | loathed |
ενεργητική μετοχή | loathing |
Ρήμα
[επεξεργασία]loathe (en) (όχι στα continuous tenses)