lighter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- lighter < light (επίθετο: ελαφρός) + -er συγκριτικό
Επίθετο
[επεξεργασία]lighter (en)
- συγκριτικός βαθμός του light: ελαφρότερος
Επίρρημα
[επεξεργασία]lighter (en)
- συγκριτικός βαθμός του light: ελαφρότερα
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- lighter < light (ρήμα: ανάβω, δίνω φως) + -er για ουσιαστικό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
lighter | lighters |
lighter (en)