let

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας let
γ΄ ενικό ενεστώτα lets
αόριστος let
παθητική μετοχή let
ενεργητική μετοχή letting
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /lɛt/

let (en)

  1. (χωρίς παθητική φωνή, let’s) ας, άντε, να, χρησιμοποιείται για να κάνω προτάσεις ή ως ευγενικό τρόπο να λέω στους ανθρώπους τι θέλω να κάνουν
    ⮡  Good, let’s go tomorrow morning!
    Καλά, ας φύγουμε αύριο το πρωί!
    ⮡  Let’s (not) bother him now.
    Ας (μην) τον ενοχλήσουμε τώρα.
    ⮡  Let’s get our team a win tomorrow!
    Ας κερδίσει αύριο η ομάδα μας!
    ⮡  Let’s get going.
    Άντε να φεύγουμε.
    ⮡  Come on, get up and let’s go!
    Άντε, σηκωθείτε να πηγαίνουμε!
  2. (χωρίς παθητική φωνή) ας, αφήνω, χρησιμοποιείται για να προσφέρω βοήθεια σε κάποιον
    ⮡  Let Dimitri go and buy a newspaper, so grandpa doesn’t get tired!
    Ας πάει ο Δημήτρης να αγοράσει εφημερίδα, να μην κουράζεται ο παππούς!
    ⮡  Let me help you.
    Αφήστε με να σας βοηθήσω.
  3. (χωρίς παθητική φωνή) για, ας, χρησιμοποιείται για να κάνω αιτήσεις ή να δίνω οδηγίες
    ⮡  Let me see!
    Για να δω!
    ⮡  Let him try!
    Ας κοπιάσει!
  4. (χωρίς παθητική φωνή) αφήνω, ας, επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι ή κάτι να συμβεί χωρίς να προσπαθήσω να το σταματήσω
    ⮡  Let the children play.
    Άφησε/Άσε/Άσ τα παιδιά να παίξουν.
    ⮡  Don’t let the fire go out.
    Μην αφήσεις τη φωτιά να σβήσει.
    ⮡  The dog’s barking didn’t let me sleep.
    Το γάβγισμα του σκύλου δεν μ' άφησε να κοιμηθώ.
    ⮡  Let him come back whenever he wants, as long as he’s well.
    Ας γυρνάει ό,τι ώρα θέλει, αρκεί να είναι καλά.
    ⮡  Let him not pay, I will pay for him.
    Ας μην πλήρωσε, θα πληρώσω εγώ γι' αυτόν.
  5. αφήνω, δίνω την άδεια σε κάποιον να κάνει κάτι
    ⮡  He didn’t let me dance.
    Δεν με άφησε να χορέψω.
  6. αφήνω, βγάζω, επιτρέπω σε κάποιον ή κάτι να πάει κάπου
    ⮡  Don’t let the dog out/loose!
    Μην αφήσεις το σκυλί!
    ⮡  I let the air out of a tire.
    Βγάζω τον αέρα από ένα λάστιχο.
    ⮡  Let me out!
    Βγάλε με έξω!
  7. (χωρίς παθητική φωνή) ας, χρησιμοποιείται για να δείξει ότι δεν ανησυχώ για κάποιον να κάνει κάτι
    ⮡  If she wants to pass the exams, let her study a little bit more!
    Αν θέλει να περάσει τις εξετάσεις, ας διαβάσει λίγο περισσότερο!
  8. (χωρίς παθητική φωνή) να, χρησιμοποιείται για να εισαγάγει τι θα πω ή θα κάνω
    ⮡  Let me tell you about a movie I saw recently.
    Να σου πω για μια ταινία που είδα πρόσφατα.
  9. (χωρίς παθητική φωνή) έστω, χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι υποθέτω ότι κάτι είναι αληθινό όταν υπολογίζω κάτι
    ⮡  Let AB equal to CD.
    Έστω ΑΒ ίσον με ΓΔ.
  10. (μεταβατικό) ενοικιάζω σε κάποιον άλλο
    ⮡  Mrs. Smith lets rooms.
    Η κύρια Σμιθ ενοικιάζει δωμάτια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη rent

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]