let
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | let |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lets |
αόριστος | let |
παθητική μετοχή | let |
ενεργητική μετοχή | letting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]let (en)
- (χωρίς παθητική φωνή, let’s) ας, άντε, να, χρησιμοποιείται για να κάνω προτάσεις ή ως ευγενικό τρόπο να λέω στους ανθρώπους τι θέλω να κάνουν
- ⮡ Good, let’s go tomorrow morning!
- Καλά, ας φύγουμε αύριο το πρωί!
- ⮡ Let’s (not) bother him now.
- Ας (μην) τον ενοχλήσουμε τώρα.
- ⮡ Let’s get our team a win tomorrow!
- Ας κερδίσει αύριο η ομάδα μας!
- ⮡ Let’s get going.
- Άντε να φεύγουμε.
- ⮡ Come on, get up and let’s go!
- Άντε, σηκωθείτε να πηγαίνουμε!
- ⮡ Good, let’s go tomorrow morning!
- (χωρίς παθητική φωνή) ας, αφήνω, χρησιμοποιείται για να προσφέρω βοήθεια σε κάποιον
- ⮡ Let Dimitri go and buy a newspaper, so grandpa doesn’t get tired!
- Ας πάει ο Δημήτρης να αγοράσει εφημερίδα, να μην κουράζεται ο παππούς!
- ⮡ Let me help you.
- Αφήστε με να σας βοηθήσω.
- ⮡ Let Dimitri go and buy a newspaper, so grandpa doesn’t get tired!
- (χωρίς παθητική φωνή) για, ας, χρησιμοποιείται για να κάνω αιτήσεις ή να δίνω οδηγίες
- ⮡ Let me see!
- Για να δω!
- ⮡ Let him try!
- Ας κοπιάσει!
- ⮡ Let me see!
- (χωρίς παθητική φωνή) αφήνω, ας, επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι ή κάτι να συμβεί χωρίς να προσπαθήσω να το σταματήσω
- ⮡ Let the children play.
- Άφησε/Άσε/Άσ τα παιδιά να παίξουν.
- ⮡ Don’t let the fire go out.
- Μην αφήσεις τη φωτιά να σβήσει.
- ⮡ The dog’s barking didn’t let me sleep.
- Το γάβγισμα του σκύλου δεν μ' άφησε να κοιμηθώ.
- ⮡ Let him come back whenever he wants, as long as he’s well.
- Ας γυρνάει ό,τι ώρα θέλει, αρκεί να είναι καλά.
- ⮡ Let him not pay, I will pay for him.
- Ας μην πλήρωσε, θα πληρώσω εγώ γι' αυτόν.
- ⮡ Let the children play.
- αφήνω, δίνω την άδεια σε κάποιον να κάνει κάτι
- ⮡ He didn’t let me dance.
- Δεν με άφησε να χορέψω.
- ⮡ He didn’t let me dance.
- αφήνω, βγάζω, επιτρέπω σε κάποιον ή κάτι να πάει κάπου
- ⮡ Don’t let the dog out/loose!
- Μην αφήσεις το σκυλί!
- ⮡ I let the air out of a tire.
- Βγάζω τον αέρα από ένα λάστιχο.
- ⮡ Let me out!
- Βγάλε με έξω!
- ⮡ Don’t let the dog out/loose!
- (χωρίς παθητική φωνή) ας, χρησιμοποιείται για να δείξει ότι δεν ανησυχώ για κάποιον να κάνει κάτι
- ⮡ If she wants to pass the exams, let her study a little bit more!
- Αν θέλει να περάσει τις εξετάσεις, ας διαβάσει λίγο περισσότερο!
- ⮡ If she wants to pass the exams, let her study a little bit more!
- (χωρίς παθητική φωνή) να, χρησιμοποιείται για να εισαγάγει τι θα πω ή θα κάνω
- ⮡ Let me tell you about a movie I saw recently.
- Να σου πω για μια ταινία που είδα πρόσφατα.
- ⮡ Let me tell you about a movie I saw recently.
- (χωρίς παθητική φωνή) έστω, χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι υποθέτω ότι κάτι είναι αληθινό όταν υπολογίζω κάτι
- ⮡ Let AB equal to CD.
- Έστω ΑΒ ίσον με ΓΔ.
- ⮡ Let AB equal to CD.
- (μεταβατικό) ενοικιάζω σε κάποιον άλλο
Παράγωγα
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- let (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- let (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162, 188, 294, 339. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω, για, ενοικιάζω, έστω