landlord

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
landlord landlords

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
landlord < land + lord

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

landlord (en)

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 589. ISBN 9780194325684. , λήμμα: νοικοκύρης