koniec

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

koniec (pl) αρσενικό

  1. το τέλος
    nie powiedział ani słowa, aż do końca filmu - δεν είπε ούτε λέξη μέχρι το τέλος του έργου
  2. το τέρμα
    końcem naszej wycieczki po Krakowie był Wawel - το τέρμα της εκδρομής μας στην Κρακοβία ήταν η Βαβέλ
  3. η άκρη
    na końcu tego ołówka jest gumka - στην άκρη αυτού του μολυβιού υπάρχει γομολάστιχα

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]