kupeo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kupeo | kupeoj |
αιτιατική | kupeon | kupeojn |
kupeo (eo)
- το κουπέ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kupeo | kupeoj |
αιτιατική | kupeon | kupeojn |
kupeo (eo)